λεμφοσάρκωμα

λεμφοσάρκωμα
το мед. лимфосаркома

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λεμφοσάρκωμα" в других словарях:

  • λεμφοσάρκωμα — το ιατρ. σάρκωμα που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία κακοήθων κυττάρων με όψη λευκοκυττάρων άλλοτε καλά διαφοροποιημένων και άλλοτε αδιαφοροποίητων …   Dictionary of Greek

  • λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • αιμοθώρακας — Ύπαρξη αιμορραγικού υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα. Εμφανίζεται συνήθως σε καρκίνο ή φυματίωση του υπεζωκότα και σπανιότερα σε άλλες νόσους, όπως οξεία λευχαιμία, λεμφοσάρκωμα, αιμορραγικό έμφρακτο του πνεύμονα, πλευρίτιδα, τραυματισμούς,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»